- εξαρκούντως
- ἐξαρκούντως (Α) [εξαρκώ]επίρρ.1. επαρκώς, αρκετά («ἠρίστηται δ' έξαρκούντως», Αριστοφ.)2. φρ. «ἐξαρκούντως ἔχω τινί» — αρκούμαι σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξαρκούντως — enough indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)